- συνουσίας
- συνουσίᾱς , συνουσίαbeing withfem acc plσυνουσίᾱς , συνουσίαbeing withfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
GERARAE — Graecis Γέραραι, teste Polluce, quatuordecim erant mulieres a Rege Atheniensium constitutae, quae sacra secreta Dionysio faciebant. De quibus Demosthenes in Orat. contra Neaeram, ubi et tale iusiurandum earum producit: Ο῎ρκος Γεραιρῶν. Α῾γιςτεύω … Hofmann J. Lexicon universale
PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… … Hofmann J. Lexicon universale
αυνανισμός — Η τεχνητή πρόκληση αφροδίσιου οργασμού στους άντρες και στις γυναίκες. Ο α. παρατηρείται συνήθως στην αρχή της εφηβείας, συχνά όμως και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, οπότε είναι μάλλον ακίνδυνος (ψευδοαυνανισμός). Οι συνέπειες του α. είναι… … Dictionary of Greek
εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… … Dictionary of Greek
ικανοποίηση — η (Μ ἱκανοποίησις) [ικανοποιώ] νεοελλ. 1. επανόρθωση αδικίας, ζημιάς ή προσβολής που έγινε σε κάποιον 2. επανόρθωση αδικήματος με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη 3. δικαίωση, αναγνώριση κάποιου ο οποίος είχε κατακριθεί 4. χαρά,… … Dictionary of Greek
κύβδα — (Α) επίρρ. (με άσεμνη σημασία, για όρθια στάση πρωκτικής συνουσίας) σκυφτά, με το σώμα λυγισμένο από τη μέση προς τα εμπρός και το κεφάλι προς τα κάτω («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυβ (< θ. κυπτ τού κύπτω,… … Dictionary of Greek
λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… … Dictionary of Greek
νυμφομανία — Υπερβολική και νοσηρή έξαρση της γενετήσιας επιθυμίας, γυναικών ή θηλυκών ζώων, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και ακατανίκητη ανάγκη συνουσίας. Η ν. παρατηρείται περισσότερο στα ζώα και κυρίως στις φοράδες, τις αγελάδες, τις γάτες και λιγότερο… … Dictionary of Greek
πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… … Dictionary of Greek